Η Κύπρος στη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της, λόγω της σημαντικής στρατηγικής της θέσης, κατακτήθηκε από τις πιο ισχυρές αποικιακές δυνάμεις της Ανατολικής Μεσογείου. Από τον 12ο αιώνα π.Χ. που οι πρώτοι Έλληνες αποίκισαν το νησί και διαμέσου των αιώνων, το στοιχείο το οποίο επικράτησε στο νησί ήταν το ελληνικό. Η τελευταία αποικιακή δύναμη που κατέλαβε το νησί ήταν η Βρετανία το 1878, διαδεχόμενη την Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία είχε κατακτήσει την Κύπρο το 1571, χρονιά η οποία σηματοδοτεί την πρώτη παρουσία Τούρκων κατοίκων στο νησί και την απαρχή της δημιουργίας της Τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Κατά τη βρετανική
κυριαρχία οι Κύπριοι αρχίζουν σταδιακά να θέτουν το αίτημα τους για εθνική
αυτοδιάθεση. Αν και οι Ελληνοκύπριοι εξέφραζαν σταθερά την αξίωσή τους για
εθνική αυτοδιάθεση, η αποικιακή δύναμη, με το κλίμα που επικρατούσε διεθνώς πριν
από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αρνήθηκε να την ικανοποιήσει. Τα πρώτα
μεταπολεμικά χρόνια, όταν εκδηλώθηκε το οικουμενικό κίνημα για αυτοδιάθεση και
η συνεπακόλουθη κρίση του αποικιακού συστήματος, το αίτημα των Κυπρίων έγινε
γνωστό ως το Κυπριακό ζήτημα. Το 1955, εφόσον όλες οι εκκλήσεις τους για
αυτοδιάθεση είχαν παραγνωριστεί, οι Ελληνοκύπριοι προχώρησαν σε έναν μαχητικό
αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας από τον αποικιακό ζυγό. Η βρετανική
Κυβέρνηση, επιστρατεύοντας την γνωστή πολιτική του «διαίρει και βασίλευε»,
άρχισε να εκμεταλλεύεται τον τουρκικό παράγοντα και να ενθαρρύνει την ανάμειξη
της Άγκυρας στην Κύπρο.
Η διακηρυγμένη
πολιτική της Τουρκίας προς την Κύπρο, από υποστηρικτική του αποικιακού στάτους
κβο που ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1950, άρχισε να κλίνει προς την
πολιτική της διχοτόμησης της νήσου στη βάση της εθνικής καταγωγής. Η Τουρκική
πλευρά υπέβαλε τον Νοέμβριο του 1956 υπόμνημα, προτείνοντας τη γεωγραφική
διαίρεση του νησιού σε συνδυασμό με τη μετακίνηση πληθυσμών.
Με γνώμονα το
υπόμνημα, στρατιωτικοί από την Τουρκία υποβοήθησαν τη δημιουργία μυστικών
παραστρατιωτικών τουρκοκυπριακών οργανώσεων που είχαν ως βασική επιδίωξη την
εξόντωση Τουρκοκυπρίων που αγωνίζονταν για την προώθηση κοινών κοινωνικών και
πολιτικών σκοπών με τους Ελληνοκυπρίους και την επιβολή της διχοτόμησης.
Το 1958, μετά το
ξέσπασμα διακοινοτικών συγκρούσεων και την πρόταση ενός διχοτομικού σχεδίου από
τη βρετανική κυβέρνηση, το εθνικό απελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου, υπό την
ηγεσία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, αποδέχτηκε μια λύση περιορισμένης
ανεξαρτησίας. Η Τουρκοκυπριακή ηγεσία χρησιμοποίησε πλήρως τα συνταγματικά της
προνόμια για να παρεμποδίσει τις αποφάσεις της κυβέρνησης, καθιστώντας έτσι τη
διακυβέρνηση της νεαρής Δημοκρατίας δύσκολη και ανεπαρκή.
H τουρκική
πολιτική υπόθαλψης της έντασης και του διαχωρισμού συνεχίστηκε και τα επόμενα
χρόνια.
Η Τουρκία βρήκε την αφορμή να επιβάλει τα διχοτομικά της σχέδια εναντίον της Κύπρου μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, που διενήργησε η στρατιωτική χούντα των Αθηνών, κατά της εκλεγμένης κυβέρνησης του Προέδρου Μακαρίου.
Στις 20 Ιουλίου 1974, η Τουρκία εισέβαλε στρατιωτικά στην Κύπρο παραβιάζοντας κάθε κανόνα της διεθνούς νομιμότητα, προφασιζόμενη το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων.
Οι τούρκικες δυνάμεις εντός τριών ημερών κατέλαβαν αρχικά το 3% από το βόρειο κομμάτι του νησιού με τη γνωστή επιχείρηση («Αττίλα 1») και συγκεκριμένα την Κερύνεια και την περιοχή γύρω από την πόλη. Στις 23 Ιουλίου κηρύχθηκε εκεχειρία και τόσο η Χούντα των Αθηνών όσο και η πραξικοπηματική κυβέρνηση της Κύπρου κατέρρευσαν. Ακολούθησαν δύο γύροι διαβουλεύσεων στη Γενεύη μεταξύ των εμπλεκόμενων χωρών, στις οποίες η Τουρκία ζητούσε ομοσπονδιακή λύση, ανταλλαγή πληθυσμού και το 34% των εδαφών της Κύπρου να ελέγχεται από τους Τουρκοκύπριους.
Βομβαρδισμός Αμμοχώστου 1974 |
Η Άγκυρα
προσπάθησε να παρουσιάσει την εισβολή σαν ειρηνευτική επιχείρηση που
αποσκοπούσε στην αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης που είχε παραβιαστεί από
το πραξικόπημα.
Ως
αποτέλεσμα της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής και κατοχής, 162.000
Ελληνοκύπριοι εκτοπίστηκαν και έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα και
μέχρι σήμερα εμποδίζονται από τις κατοχικές αρχές να επιστρέψουν στα σπίτια και
στις περιουσίες τους.
Μέχρι
το τέλος του έτους 1975, η συντριπτική πλειονότητα των Τουρκοκυπρίων που ζούσαν
σε περιοχές ελεγχόμενες από την νόμιμη κυβέρνηση, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν
τα σπίτια τους και να μετακινηθούν, ως αποτέλεσμα της εκβιαστικής πολιτικής της
Τουρκίας, στο υπό τουρκική κατοχή έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
20.000 Ελληνοκύπριοι και Μαρωνίτες επέλεξαν να μην εγκαταλείψουν τα σπίτια τους παρά την τουρκική κατοχή. Οι περισσότεροι από αυτούς που παρέμειναν, κυρίως στη χερσόνησο της Καρπασίας υποχρεώθηκαν σταδιακά να εγκαταλείψουν την περιοχή. Ο αριθμός των Ελληνοκυπρίων και Μαρωνιτών που ζουν σήμερα σ’ αυτή την περιοχή έχει μειωθεί στους 300.
Παράλληλα, η Τουρκία εφάρμοσε από το 1974 συστηματική πολιτική εποικισμού του κατεχομένου τμήματος της Κύπρου με μαζική μεταφορά πέραν των 160.000 Τούρκων εκ Τουρκίας με στόχο την αλλαγή του δημογραφικού χαρακτήρα και αλλοίωση της πληθυσμιακής ισορροπίας στο νησί . Η πολιτική αυτή, σε συνδυασμό με την εκδίωξη των Ελληνοκυπρίων κατοίκων της περιοχής, την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς και την παράνομη αλλαγή των γεωγραφικών τοπωνυμίων στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, στοχεύει στην εξάλειψη κάθε ελληνικού και χριστιανικού στοιχείου που υπήρχε για αιώνες και εν τέλει στην τουρκοποίηση της περιοχής. Στοχεύει επίσης στην αλλαγή του ισοζυγίου δυνάμεων και του κοινωνικού ιστού στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, ώστε να διασφαλιστεί η συμμόρφωση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας με την πολιτική της τουρκικής κυβέρνησης. Με τη μαζική δε μετανάστευση Τουρκοκυπρίων από τις κατεχόμενες περιοχές, ο ολικός αριθμός των Τούρκων στρατιωτών και εποίκων είναι τώρα μεγαλύτερος από τους εναπομείναντες Τουρκοκύπριους.
Αγνοούμενοι |
Από ανθρωπιστική άποψη, η πιο τραγική συνέπεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 είναι οι αγνοούμενοι. Κατά και μετά την τουρκική εισβολή, χιλιάδες Ελληνοκύπριοι είχαν συλληφθεί και κρατηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Κύπρο από τον Τούρκους στρατιώτες και παραστρατιωτικούς, που ενεργούσαν υπό τις οδηγίες του τουρκικού στρατού. Επιπρόσθετα, πάνω από 2000 αιχμάλωτοι πολέμου είχαν μεταφερθεί παράνομα και κρατηθεί σε φυλακές στην Τουρκία. Κάποιοι από αυτούς εξακολουθούν να αγνοούνται. Εκατοντάδες άλλοι Ελληνοκύπριοι, τόσο στρατιώτες όσο και πολίτες (περιλαμβανομένων ηλικιωμένων, γυναικών και παιδιών) εξαφανίστηκαν σε περιοχές υπό τουρκική κατοχή και μέχρι σήμερα αγνοείται η τύχη τους. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν καλά τεκμηριωμένες μαρτυρίες ότι τα αγνοούμενα πρόσωπα θεάθηκαν για τελευταία φορά εν ζωή στα χέρια του τουρκικού στρατού ή των παραστρατιωτικών ομάδων, που ενεργούσαν υπό τις οδηγίες και την ευθύνη των τουρκικών δυνάμεων κατοχής
Μαθήτρια Έ Δημοτικού του 1ο Δημοτικού
Αμυνταίου
Δέσποινα Κ.